- όμολος
- ὄμολος, -ον (Α)(αιολ. τ.) ομαλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ομολώιος — Ὁμολώϊος, ό, θηλ. Ὁμολωΐς (Α) [όμολος] 1. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διός στις περιοχές τής Βοιωτίας και τής Θεσσαλίας 2. το θηλ. προσωνυμία τών θεών Δήμητρος και Αθηνάς στη Θήβα 3. (το αρσ.) α) ονομασία μήνα β) ονομασία όρους 4. φρ. «Ὁμολωΐδες… … Dictionary of Greek